- κατώτιον
- κατώτιον, τό,A life-boat, PLond.3.1164 (h) 10(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατώτιον — κατώτιον, τὸ (Α) ναυαγοσωστική λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek